πόρσω

πόρσω
πόρσω, πρόσω (comp. πόρσιον: superl. πόρσιστα: cf. πρόσωθεν.)
a
I beyond, further

οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.20

c. art.,

τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44

αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω P. 3.22

II of time τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν (byz.: πρόσω codd.: πρόσσω Turyn: sc. χρόνος) O. 10.55

ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.111

b πόρσιον, further, too far

μηκέτι πάπταινε πόρσιον O. 1.114

c πόρσιστα: πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα as far as possible N. 9.29

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πόρσω — Α επίρρ. βλ. πρόσω …   Dictionary of Greek

  • πόρσω — πρόσω forwards attic doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α επιρρ. (τοπ. με την έννοια τής κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω… …   Dictionary of Greek

  • Säulen des Herakles — Wappen Spaniens Als Säulen des Herakles (altgriechisch αἱ Ἡράκλειοι στῆλαι …   Deutsch Wikipedia

  • ορσύνω — και πορσυνῶ, έω, και πορσαίνω, Α [πόρσω] 1. ετοιμάζω, προετοιμάζω, παρασκευάζω (α. «δαῑτα πορσύνοντες», Σοφ. β. καὶ παισὶ πόρσυν οἷα χρὴ καθ ἡμέραν», Ευρ.) γ) «οὓς μὲν ἂν ὁρῶσιν πορσύνοντας τὰ ἐπιτήδεια», Ξεν.) 2. προσφέρω, αφιερώνω («τρίτον… …   Dictionary of Greek

  • πρόσωθεν — και επικ. τ. πρόσσοθεν και δωρ. πόρσωθεν και αττ. τ. πόρρωθεν και συγκριτ. τ. πορρωτέρωθεν Α επίρρ. 1. τοπ. α) από μακριά («μή τις πρόσωθεν ὄμματος βάλοι φθόνος», Αισχυλ.) β) σε απόσταση 2. χρον. από πολύ χρόνο («πόρρωθεν ὑμῑν τὸ καλὸν ὑπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • per-2 —     per 2     English meaning: to go over; over     Deutsche Übersetzung: “das Hinausfũhren about”     Material: A. Dient as preposition, preverb and Adverb: a. per, peri (locative of Wurzelnomens) “vorwärts, in Hinausgehen, Hinũbergehen about …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”